- λεσχηνωτης
- λεσχηνώτης-ου ὅ ученик Diog.L.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
λεσχηνώτης — λεσχηνώτης, ὁ (Α) [λεσχήν] μαθητής, ακροατής … Dictionary of Greek
λεσχηνώτης — scholar masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεσχηνῶται — λεσχηνώτης scholar masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)